πανθομολογούμαι

πανθομολογούμαι
-έομαι
1. (συν. ως τριτοπρόσ.) πανθομολογείται
ομολογείται από όλους, είναι γενικά παραδεκτό
2. (η μτχ.) πανθομολογούμενος, -η, -ο- αυτός ως προς τον οποίο συμφωνούν όλοι, που είναι κοινώς παραδεκτός, αναμφισβήτητος, αναντίρρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ομολογούμαι. Ο τ. πανθομολογείται μαρτυρείται από το 1870 στον Κ. Λαμπρύλλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”